πάσχω

πάσχω
ΝΜΑ και πάσκω, Ν
1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.)
2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το στομάχι του» β. «μεταβαίνω ἀπὸ τῶν παθῶν ἐπὶ τοὺς πάσχοντας ἀνθρώπους», Γαλ.)
νεοελλ.
1. είμαι παράφρων, είμαι τρελός
2. υποφέρω από κάτι κακό («πάσχω όταν ακούω τέτοια νέα»)
3. φρ. «ήθελές τα κι έπαθές τα» — λέγεται γι' αυτούς που δεν επιδιώκουν να αποτραπεί κάποιο κακό αλλά, κατά κάποιο τρόπο, με την ανοχή τους τό προκαλούν
μσν.-αρχ.
υφίσταμαι μαρτυρικό θάνατο
αρχ.
1. (η έννοια συχνά περιορίζεται με μια λέξη που σημαίνει καλό ή κακό) α) «κακῶς πάσχω» και «κακὸν πάσχω»
i) υφίσταμαι κακή μεταχείριση από κάποιον
ii) κακοποιούμαι
β) «εὖ πάσχω»
i) είμαι καλά, ευτυχώ
ii) απολαύω, χαίρω
iii) ευεργετούμαι
γ) «πάσχω πρέποντα» — έχω τη δέουσα συμπεριφορά
δ) «παθὼν γιγνώσκω» — μαθαίνω αφού υποστώ κάτι
ε) «πάσχω τερπνόν» — δοκιμάζω μια ευχαρίστηση
στ) «πάσχω δίκαια» — μού αποδίδεται δικαιοσύνη
2. (σχετικά με επήρεια πάθους ή αισθήματος) φθάνω σε μια κατάσταση («ὅ, τι μὲν ὑμεῑς πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων οὐκ οἶδα», Πλάτ.)
3. (για πράγματα) παθαίνω βλάβη («ἦν τι ναῡς πάθη», Ευρ.)
4. υφίσταμαι ποινή, τιμωρούμαι («μὴ γάρ τις ὑμῶν πασχέτω ὡς φονεὺς ἢ κλέπτης», ΚΔ)
5. είμαι δεκτικός εξωτερικών επιδράσεων, είμαι ευπαθής
6. (για πράγματα και γραμμ. για λέξεις) υφίσταμαι μεταβολή που έχει συμβεί ή συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις
7. γραμμ. έχω παθητική σημασία
8. (ως τεχνικός όρος τής στωικής φιλοσοφίας) δέχομαι ενέργεια από τα εξωτερικά αντικείμενα και λαμβάνω εντυπώσεις από αυτά
9. φρ. α) «τί πάθω;»
i) (εκφράζεται η αμηχανία αυτού που υποφέρει και που περιήλθε σε αντίξοες περιστάσεις και ο φόβος για χειρότερα παθήματα) τί θα απογίνω; ii) τί μπορώ να κάνω; β) «τί παθών;» — τί σού συνέβη; τί σέ βασανίζει;
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πάσχω (< *πάθ-σκω, με σίγηση τού -θ- και μετάθεση τής δασύτητας στο -κ- τού επιθήματος -σκω), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα παθ- τής απαθούς πενθ- που μαρτυρείται στον μέλλ. πείσομαι (< *πέντ-σομαι < *πένθ-σομαι με αντέκταση) και στα πένθος και πεῖσις (Ι). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα, εκτός από το πάσχω, ανάγονται ο αόρ. β' -παθ-ον και η λ. πάθος, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα ο παρακμ. πέ-πονθ-α. Αμφίβολες είναι οι συνδέσεις που έχουν προταθεί για το ρήμα. Κατά μία άποψη, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kwenth- «υποφέρω, υπομένω», με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με λιθουαν. kenčiu «υποφέρω». Κατ' άλλους, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *bhendh- «δένω» και συνδέεται με τα: πενθερός, πεῖσμα (ΙΙ) και φάτνη. Οποιαδήποτε, τέλος, σύνδεση με τα: πῆμα, ταλαί-πωρος και πένομαι πρέπει, να αποκλειστεί. Ανάμεσα στα θέματα πενθ- και παθ- τού ρήματος το θ. πενθ- χρησιμοποιήθηκε προς δήλωση τού πόνου, τής λύπης (πρβλ. πένθος), ενώ το θ. παθ- με παθητική σημ. (πρβλ. πάσχω, πάθος) και φιλοσοφικές, μεταφυσικές προεκτάσεις. Το θ. πενθ-, τέλος, εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: Μεγαπένθης, Πενθεσίλεια (συνθ. του τύπου τερψίμβροτος), Πενθεύς, Πένθυλος.
ΠΑΡ. πάθος, πένθος
αρχ.
πάθη, πασχητιώ, πασχικός, πείσις (I)
νεοελλ.
πασχίζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) συμπάσχω
αρχ.
αντευπάσχω, αντιπάσχω, αποπάσχω, διαπάσχω, προπάσχω, προσπάσχω, συνεπιπάσχω, συνευπάσχω, υπερπάσχω, υποπάσχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάσχω — βλ. πίν. 31 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πάσχω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το ρ. με αόριστο έπαθα. Λόγω της ειδικής έννοιας που έχει στα νέα ελληνικά (→ υποφέρω από) δεν απαντάται στον αόριστο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πάσχω — have pres subj act 1st sg πάσχω have pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχετον — πάσχω have pres imperat act 2nd dual πάσχω have pres ind act 3rd dual πάσχω have pres ind act 2nd dual πάσχω have imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχον — πάσχω have pres part act masc voc sg πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc sg πάσχω have imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσχω have imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχετε — πάσχω have pres imperat act 2nd pl πάσχω have pres ind act 2nd pl πάσχω have imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχῃ — πάσχω have pres subj mp 2nd sg πάσχω have pres ind mp 2nd sg πάσχω have pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόν — πάσχω have aor part act masc voc sg πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόντα — πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc pl πάσχω have aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόντων — πάσχω have aor part act masc/neut gen pl πάσχω have aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”